-
1 расслоение
ο (δια)χωρισμός κατά στρώματαη αποκόλληση, η απολέπισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расслоение
-
2 сжатие
1. (вид деформации стержня, бруса) η συμπίεση, η σύσφιξη, η θλίψη 2. (уменьшение в объёме газов) η συμπίεση 3. (усадка, укорочение) η συστολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сжатие
-
3 анатексис
горн. η ανάτηξη (του πετρώματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анатексис
-
4 выклинивание
(геол., горн.) η απο-σφήνωση (του πετρώματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выклинивание
-
5 газоносность
горн. η περιεκτικότητα σε αέριο (ανά μονάδα όγκου του πετρώματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газоносность
-
6 газообильность
горн. η έκλυση αερίωνотносительная - ανά μονάδα όγκου του πετρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газообильность
-
7 десиликация
η εκπυριτίωση (του πετρώματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > десиликация
-
8 разминовка
горн. о διαχωρισμός του εκρηξιγενούς πετρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разминовка
См. также в других словарях:
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… … Dictionary of Greek
κλαστικά πετρώματα — Ομάδα πετρωμάτων η οποία περιλαμβάνει τα ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονται από συσσώρευση θραυσμάτων άλλων πετρωμάτων, τα οποία προϋπήρχαν και έχουν μεταφερθεί από άλλη περιοχή, μακριά από τον τόπο όπου έγινε η απόθεσή τους και η… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… … Dictionary of Greek
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
μιγματίτης — Όρος της γεωλογίας, που υποδηλώνει μια μάζα κατά ένα μέρος στερεά και κατά ένα μέρος σε κατάσταση τήξης, η οποία προέρχεται από τις χαμηλές ζώνες του φλοιού της Γης, όταν οι φυσικοί παράγοντες της μεταμόρφωσης (θερμοκρασία και πίεση) φτάνουν σε… … Dictionary of Greek
παλαιόσωμα — το (πετρογρ.) α) το πρωταρχικό τμήμα ενός πετρώματος τού οποίου τα άλλα στοιχεία έχουν σχηματιστεί πιο πρόσφατα β) το τμήμα τού πετρώματος που δεν έχει υποστεί τήξη κατά την εξέλιξη τού φαινομένου τής ανάτηξης … Dictionary of Greek